- εμπολίτευσις
- ἐμπολίτευσις, η (AM)1. το να ανήκει κανείς σε κάποια πολιτεία, το να έχει πολιτικά δικαιώματα2. το να γίνεται κανείς πολίτης ή μέλος μιας πολιτείας, κοινότητας ή κοινωνίας, μεμονωμένης ομάδας ή όλης τής ανθρώπινης κοινωνίας («Χριστοῡ ἐμπολίτευσιν τὴν ἐν κόσμῳ», Βασίλ.).
Dictionary of Greek. 2013.